-
1 τλήμων
A , but (lyr.); τλήμων ἀνήρ ( ἄνερ codd.) E.Andr. 348, cf. Hipp. 554 (lyr.): ([etym.] Τλάω):—poet. Adj., used by X. and Aret. (v. infr.):I patient, steadfast, stout-hearted,ὁ τλήμων Ὀδυσεύς Il.10.231
, 498 (to whom a τλήμων θυμός is ascribed, 5.670); θαρσαλέοι καὶ τ. 21.430;ψυχὴν καὶ θυμὸν τλήμονα παρθέμενος Tyrt.12.18
;τλάμονι ψυχᾷ Pi.P.1.48
; τλήμονες, οἷον ἀγῶνα.. τελέσαντες.. ψυχὰς.. ὠλέσατ' Ath.Mitt.57.142 (Athens, v. B.C.); ; of patients, Aret.CD1.4;τ. ἐς παιδείην Id.SD2.6
: [comp] Sup. .2 in bad sense, overbold, reckless, Thgn. 196; (lyr.);τλημονεστάτη γυνή S.El. 439
, cf. 275, A.Ch. 596 (lyr.);τλάμονι θυμῷ E.Med. 865
(lyr.).II wretched, miserable, of persons, A.Pr. 614, S.Ph. 161 (anap.), Ar. Pax 723, X.An.3.1.29, Mem.2.1.30: c. gen.,ὦ τλάμων ὑμεναίων E.Hipp. 554
(lyr.);θανάτου τλήμων Ar.Th. 1072
(anap.). -
2 πολυτλήμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυτλήμων
См. также в других словарях:
τλήμων — και δωρ. τ. τλάμων, ον, Α 1. αυτός που υποφέρει, που πάσχει 2. συνεκδ. υπομονητικός, καρτερόψυχος («οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις τλάμονι ψυχᾷ παρέμεινε», Πίνδ.) 3. τολμηρός, θαρραλέος («ὧδέ τε θαρσαλέοι και τλήμονες», Ομ. Ιλ.) 4. (με κακή σημ.)… … Dictionary of Greek
τάλας — αινα, αν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τάλαις και ιων. τ. τάλης θηλ. και τάλας Α άξιος λύπης, δυστυχής, ταλαίπωρος («οἴ γὼ τάλαινα συμφορᾱς κακῆς», Αισχύλ.) μσν. αρχ. (με κακή σημ.) άθλιος, ελεεινός (α. «τρόπον τὸν κακομήχανον τῆς γυναικὸς ὁ τάλας», Πρόδρ.… … Dictionary of Greek